δαφνοστεφής

δαφνοστεφής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, δαφνοστεφάνωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαφνοστεφής — ές ο δαφνοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + στεφης < στέφος < στέφω «στεφανώνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Χρ. Νικολαΐδη] …   Dictionary of Greek

  • Τένισον, Άλφρεντ — (Tennyson, Σόμερσμπι, Λινκολνσάιρ 1809 – Όλντουορθ, Χέσλμερ, Σάρεϊ 1892). Άγγλος ποιητής. Γιος κληρικού, σπούδασε στο Κέμπριτζ. Το 1827 δημοσίευσε τα Ποιήματα δυο αδελφών, συλλογή ποιημάτων δικών του και των αδελφών του Τσαρλς και Φρέντερικ. Το… …   Dictionary of Greek

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • λαυράτο(ν) — το (AM λαυρᾱτον, Α και λαυρεᾱτον) (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) νόμισμα πάνω στη μια πλευρά τού οποίου υπήρχε δαφνοστεφής προτομή στρατηγού ή αυτοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. laureatum, ουδ. τού laureatus < λατ. laurea «δάφνη»] …   Dictionary of Greek

  • Ντάβιναντ, Γουίλιαμ — (Sir William Davenant, Κράουν Ιν, Οξφόρδη 1606 – Λονδίνο 1668). Άγγλος συγγραφέας, ιμπρεσάριος και ποιητής. Ποιητής και συγγραφέας έργων για αυλικές παραστάσεις (masques), ανακηρύχθηκε το 1638 «δαφνοστεφής ποιητής» της αυλής. Κατά τον εμφύλιο… …   Dictionary of Greek

  • Σάουθεϋ, Ρόμπερτ — (Southey). Άγγλος συγγραφέας (Μπρίστολ 1774 Κέσουικ 1843). Συμμερίστηκε το νεανικό ενθουσιασμό του Κό λεριτζ για τη Γαλλική Επανάσταση και προγραμμάτισε μαζί του ένα είδος κοινοβιακής ζωής. Ποιητής με αναμφισβήτητη αξία, «δαφνοστεφής ποιητής» το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”